κεραμόχρους
Смотреть что такое "κεραμόχρους" в других словарях:
κεραμόχρους — ουν αυτός που έχει το χρώμα τού κεραμιδιού, κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελάγ χρους] … Dictionary of Greek
κεραμόχρους — ουν αυτός που έχει το χρώμα τού κεραμιδιού, κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελάγ χρους] … Dictionary of Greek